Ἀγγελίων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιῶν — ἀγγελία message fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίων — ἀγγέλλω bear a message fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγγελίωνος — Ἀγγελίων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
αγγελιοδοσία — η [αγγελιοδότης] 1. διαδικασία διαβιβάσεως αγγελιών 2. παροχή αγγελιών … Dictionary of Greek
άλμπουμ — το λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα*. Κατά την… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
δημοσίευση — η (AM δημοσίευσις) [δημοσιεύω] γνωστοποίηση νεοελλ. 1. η γνωστοποίηση μέσω τού Τύπου 2. η καταχώριση σε έντυπο πληροφοριών, αγγελιών, άρθρων, μελετών 3. η έκδοση σε βιβλίο αρχ. η εμφάνιση ενώπιον τής έκκλησίας τού δήμου … Dictionary of Greek
εξαγγελία — η (AM ἐξαγγελία) νεοελλ. αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση μσν. 1. διατύπωση («ἀνεῑπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.) 2. εξομολόγηση αρχ. 1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς … Dictionary of Greek